- φα
- το, Νάκλ.1. μουσ. μουσικός φθόγγος, η τέταρτη βαθμίδα τής κλίμακας τού ντο2. φρ. «κλειδί τού φα»μουσ. σύμβολο που επιτρέπει τη γραφή στο πεντάγραμμο τών φθόγγων τής χαμηλής ηχητικής περιοχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fa, από την πρώτη συλλαβή τού λατ. famuli «δούλοι, υπηρέτες», λ. από έναν μεσαιωνικό ύμνο προς τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή που ψαλλόταν σ' αυτόν τον τόνο].
Dictionary of Greek. 2013.